- επιστροφίς
- ἐπιστροφίς, ἡ (Α) [επίστροφος]1. εξαρθρωμένη ή παραμορφωμένη οσφύς2. μπούκλα μαλλιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιστροφίς — dislocation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστροφίδες — ἐπιστροφίς dislocation fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)